- κραιπάλη
- η (AM κραιπάλη)υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ)νεοελλ.1. ακόλαστη ζωή2. αλόγιστη σπατάληαρχ.1. κρασοκατάνυξη2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι μὲν γὰρ κεφαλὰς ἀσθενέας ἔχουσιν, οὐκ ἂν εἴησαν ἀγαθοὶ πίεινἡ γὰρ κραιπάλη μᾱλλον πιέζει», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ερμηνεία τών αρχαίων «ἀπὸ τοῦ κάρηνον πάλλεσθαι» προσκρούει σε φωνητικές δυσκολίες. Το λατ. crapula «κραιπάλη» θεωρείται δάνειο από την Ελληνική, κατ' άλλη άποψη όμως, που στηρίζεται σε μια μαρτυρία του Πλινίου, δεν αποκλείεται και οι δύο γλώσσες να δανείστηκαν τη λ. από μια τρίτη, μη ΙΕ, και η αρχική της σημ. να είναι «ρετσίνι» που βάζουν στο κρασί.ΠΑΡ. κραιπαλώ, κραιπαλώδηςμσν.κρεπαλικός.ΣΥΝΘ. αρχ. κραιπαλοβοσκός, κραιπαλόκωμος].
Dictionary of Greek. 2013.